- ναρκοπέδιο
- τοστρατ. έκταση στην ξηρά ή στη θάλασσα στην οποία έχουν τοποθετηθεί νάρκες σε μία ή περισσότερες σειρές για να κάνουν επικίνδυνο ή αδύνατο το πέρασμα τών στρατευμάτων, τών οχημάτων ή τών πλοίων τού αντιπάλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + πεδίο (πρβλ. λεκανο-πέδιο, ορο-πέδιο)].
Dictionary of Greek. 2013.